της Γλύκας Στόιου
Ήταν πέντε η ώρα το πρωί. Ο ήλιος δεν είχε ξημερώσει. Μάιος μήνας. Στην Αθήνα. Σηκώθηκα από μία έντονη φαγούρα στο κεφάλι. Ένιωθα από καιρό μία έντονη φαγούρα στο κεφάλι. Αλλά πρώτη φορά σηκώθηκα στον ύπνο μου από τη φαγούρα. Ανάσαινα βαριά από τη ζέστη, αγουροξυπνημένη, ιδρωμένη και αγανακτισμένη από την ανεξέλεγχτη τροπή που έδειχνε να παίρνει η κατάσταση στο κεφάλι μου. Δεν χόρταινα να το ξύνω με πάθος. Το πάθος όμως δεν άργησε να γίνει φόβος.
Τι έχω; Χίλιες μύριες σκέψεις πολιόρκησαν το κεφάλι μου μαζί με τη φαγούρα. Δερματική νόσο; Αλλεργία σε σαμπουάν; Διατροφική διαταραχή με επιπτώσεις στο τριχωτό της κεφαλής; Καρκίνο στον εγκέφαλο; Όλες οι μαύρες σκέψεις δημιούργησαν μια μέγγενη που έκανε το κεφάλι μου να τρίζει σαν κρεβάτι που στενάζει από έρωτα. Ίσως να μην τρίζει το κεφάλι μου... Όντως τρίζει ένα κρεβάτι! Ο γείτονας που μένει από πάνω μου! Πέντε η ώρα το πρωί; Μωρέ μπράβο... Make love, dude, not coffee! Κι εγώ μαζί σου!
Αποκλείεται να έχω ψείρες. Ψείρες πιάνουν μόνο τα παιδιά, οι γονείς και οι δασκάλοι τους. Εγώ παιδιά δεν έχω, δασκάλα δεν είμαι, παιδί μόνο στην καρδιά, αποκλείεται να έχω ψείρες. Χώρια που πριν από έναν μήνα που είχα μια αδιόρατη φαγούρα ακόμα και ήμουν στο χωριό, ζήτησα από τη μάνα μου να κοιτάξει το κεφάλι μου. «Τίποτα δεν έχεις», μου είπε, «καθαρή είσαι». Πήγα και στην κομμώτρια. «Λίνα, τώρα που θα με κουρεύεις, ντροπή δεν είναι, δες μήπως έχω κάτι στο κεφάλι. Ξύνομαι. Καμιά δερματοπάθεια, καμιά ψείρα». «Τίποτα δεν έχεις», μου είπε και η Λίνα, «καθαρό το κεφάλι». Μου το είπαν κι όλες μου οι φίλες: κεφάλι όπου μπαίνει βαφή και οξυζενέ ψείρες δεν πιάνει. Μήπως έχω καμιά αλλεργία στη βαφή; Αλλά τη χρησιμοποιώ χρόνια και έχω να βάψω τα μαλλιά μου πάνω από τρεις βδομάδες.
Το κεφάλι μου εξακολουθεί να φαγουρίζεται ανελέητα και τα νύχια μου πηγαινοέρχονται πέρα δώθε σε ρυθμούς πόλεως. Τόσο που με πιάνει πονοκέφαλος. Σηκώνομαι και πάω στο μπάνιο φουρκισμένη που χάλασε ο ύπνος μου σαν δόντι που χαλάει από την τερηδόνα. Μήπως έχω κάτι στα δόντια μου; Που έχει αντίκτυπο στο κεφάλι; Αλλά να φαγουρίζομαι στο κεφάλι από τα δόντια;
Ανοίγω το φως, κοιτάω τα μούτρα μου στον καθρέφτη και γδέρνω το κεφάλι μου με μίσος αυτήν τη φορά! Τι έχω πάθει; «Γιατί;» αναφωνώ με κροκοδείλια δάκρυα παιδιού που δεν του πήραν παγωτό. «Γιατί;» ξαναλέω με ύφος δραματικό σαν να παίζω στην Επίδαυρο και βγάζω κι ένα σπαρακτικό «ωιμέ» έτσι για να υπάρχει. Ξαναξύνω το κεφάλι μου, νιώθω μια γλυκιά ηδονή, ανακουφίζομαι στιγμιαία. Το ξαναξύνω. Ξύνω και ξαναξύνω. Και τότε, βλέπω τα αίματα...
Αίματα παντού μέσα στον νιπτήρα. Μικρές κηλίδες αίματος. Και μαύρα στίγματα. Παντού! Όλα θολά στα μάτια μου από τη νύστα, τον θυμό και τους τρεις βαθμούς μυωπία. Θολά, αλλά τα βλέπω! Φέρνω τα νυσταγμένα μου μάτια πιο κοντά στον νιπτήρα, τα μισοκλείνω για να εστιάσω καλύτερα με ένα μικρό σούφρωμα της μύτης και ναι! Είναι αίματα! Και μερικά μαύρα στίγματα κινούνται! Άλλα έχουν κολλήσει μέσα στα νύχια μου! Τα μαύρα στίγματα έχουν μικρά ποδαράκια που κινούνται ελεεινά. ΨΕΙΡΕΣ! Έχω ψείρες! Έχω να κολλήσω ψείρες από το Δημοτικό! Ποιο κωλόπαιδο με κόλλησε ψείρες; Δεν θα το πιάσω στα χέρια μου, θα το καρατομήσω!
Ψείρες; Πώς είναι δυνατόν; Σε βαμμένο κεφάλι; Μα η μάνα μου με επιβεβαίωσε! Και η κομμώτριά μου! Ήθελα να κάνω και την γκόμενα, τρομάρα μου, τον περασμένο μήνα, όταν ένας Ιταλός όλο γλύκα με πλησίασε με ένα τριαντάφυλλο για να μου πει ότι είμαι η πιο ωραία γυναίκα του πάρτι. Καταλήξαμε στο κρεβάτι του ξενοδοχείου του και περάσαμε μια νύχτα σαν κι αυτόν: όλο γλύκα. Αλλά δεν με ξαναπήρε τηλέφωνο. Γι’ αυτό δεν με ξαναπήρε τηλέφωνο! Βρήκε ψείρες πάνω στο μαξιλάρι μου! Σκατά! Αποκλείεται... Πριν από έναν μήνα δεν είχα ακόμα τον χαμό που βλέπω τώρα στο κεφάλι μου... Μα πώς είναι δυνατόν να μην τις έχω δει τόσο καιρό; Ίσως γιατί όταν σηκώνομαι τα πρωινά δεν φοράω τα γυαλιά μου...; Ίσως γιατί δεν βουρτσίζω τακτικά τα μαλλιά μου;
Δεν με νοιάζει που δεν τις πήρα χαμπάρι τόσο καιρό! Τώρα τι κάνουμε; ΕΧΩ ΨΕΙΡΕΣ! Πέντε η ώρα το πρωί και έχω ψείρες!
«Όλα καλά;» ακούω την αδερφή μου από το διπλανό δωμάτιο.
«Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς;» τη ρωτάω.
«Με δουλεύεις; Όλη η πολυκατοικία έχει ξυπνήσει με τις φωνές σου! Τι έπαθες; Κόλλησες ψείρες; Σ’ αγαπώ, το ξέρεις, αλλά μακριά και αγαπημένες, ε;!»
Έχει δίκιο! Θα πρέπει να ειδοποιήσω τους φίλους μου ότι έχω ψείρες να έχουν τον νου τους...!
«Εσύ έχεις φαγούρα;»
«Τώρα που μου έβαλες την ιδέα, ναι, μου φαίνεται πως έχω...»
Είναι πέντε το πρωί... Πού θα βρω φαρμακείο ανοιχτό; Θα βάλω ξίδι.
«Να βάλεις κι εσύ» φωνάζω στην αδερφή μου.
«Τι;»
«Ξίδι!»
«Έχουμε;»
«Γιατί να μην έχουμε;»
Έχουμε τελικά. Ξίδι. Έχουμε και ψείρες. Δυο βδομάδες μου πήρε να τις ξεφορτωθώ από το κεφάλι μου. Η αδερφή μου πιο τυχερή. Σε δυο-τρεις μέρες ήταν περδίκι. Δεν θα το βρω το κωλόπαιδο που με κόλλησε; Λες να μην ήτανε κωλόπαιδο και να ήταν ο Ιταλός;
Επιμέλεια - διόρθωση κειμένου: Έλενα Στόιου
Comments