top of page
  • Writer's pictureGlyka Stoiou

ΕΝΤΟΜΟΪΣΤΟΡΙΕΣ #2 η ακρίδα

Updated: Jul 2, 2020


Έργο σκαλισμένο σε χαρτί από τη Γλύκα Παυλίδου

της Γλύκας Στόιου


Ήταν Οκτώβρης. Ήμουν στην Αθήνα για λίγο. Δουλειά όλη μέρα, τρέξιμο, καυσαέριο, Ακρόπολη, θόρυβος, νύχτες με μπίρα. Ένα βράδυ, με παίρνει τηλέφωνο ο Σουηδός σύζυγος και μου λέει όλο χαρά:


«Είσαι μάγισσα!»

«Γιατί, καλέ, είμαι μάγισσα;»

«Δεν έλεγες ότι δεν θέλεις να περάσεις τα Χριστούγεννα ούτε στη Σουηδία ούτε στην Ελλάδα;»

«Ναι».

«Μου έκαναν πρόταση να πάω στο Μεξικό για δουλειά τον Δεκέμβρη. Θέλεις να πάμε;»


Έπεσα από την καρέκλα που καθόμουν.


Ήταν μια ατέλειωτη πτήση με πολύ ύπνο και μεγάλες σακούλες πατατάκια για να μασουλάμε υπερατλαντικά. Γενικά, μας αρέσει να μασουλάμε σε νεκρό χρόνο. Μες στο τρένο, το αεροπλάνο ή το λεωφορείο, όταν βλέπουμε ταινία, όταν κοιτάμε το ταβάνι. Σε ποιον δεν αρέσει; Πού να ’ξερα τι μου επεφύλασσε η μοίρα στο Μεξικό; Τι μου ’μελλε να μασουλήσω...

Ο καυτός αέρας της πόλης του Μεξικού μας χτύπησε κατακούτελα σαν μπάλα ποδοσφαίρου τυλιγμένη στις φλόγες. Το υψόμετρο της πόλης και το καυσαέριο από τα εκατομμύρια αυτοκίνητα που κινούνται νωχελικά σαν σαρανταποδαρούσες μας ζάλισε λες και είχαμε πιει δέκα σφηνάκια τεκίλα χωρίς να έχουμε πιει τίποτα.


Στη δουλειά του συζύγου μάς βομβάρδισαν με συμβουλές και απαγορεύσεις: μην τρώτε streetfood. Μην μπαίνετε σε ταξί. Μην παίρνετε λεωφορεία. Μη μιλάτε με αστυνομικούς. Μην αφαιρείστε στον δρόμο. Μην πλησιάσετε την περιοχή τάδε. Μετά συνέχισαν με τα «πρέπει». Πρέπει να δείτε τις πυραμίδες #Teotihuacán . Πρέπει να πάτε στην Οαχάκα. Πρέπει να φάτε #tacos. Πρέπει να πιείτε μαργαρίτα με #mezcal. Πρέπει να ακούσετε τους #mariachis. Μας άφησαν το καλύτερο για το τέλος:


«Να ξέρετε ότι οι Μεξικανοί τρώνε έντομα».

«Τι έντομα;»

«Οι λιχουδιές τους είναι οι #escamoles (προνύμφες μυρμηγκιών), οι #cumiles (οι επονομαζόμενες βρομούσες), το #ahuatle (το μεξικάνικο... χαβιάρι από αυγά υδρόβιων εντόμων) και φυσικά, οι #chapulines (ένα είδος ακρίδας)».


Ο σύζυγος έβγαλε ένα επιφώνημα αηδίας κι εγώ είπα ειρωνικά στα ελληνικά: «Δεν βλέπω την ώρα γι’ αυτές τις λιχουδιές...»


Οι μέρες κυλούσαν όπως το νερό του Αξιού: γρήγορα, ορμητικά, έντονα.


Μια μέρα, μας κάλεσε ένα νεαρό ζευγάρι Μεξικανών να μας κάνει μία βόλτα μόνο έτσι όπως οι ντόπιοι την απολαμβάνουν, καθότι τουρίστες εμείς και ξένοι στην πόλη των Αζτέκων, πηγαίναμε σαν τα πρόβατα σε ό,τι μας πρότεινε το #google. Το αγόρι ήταν σεφ, έμοιαζε με σεφ, μιλούσε σαν σεφ και στη βόλτα μάς είπε θα μας συστήσει σε μερικές παραδοσιακές μεξικάνικες λιχουδιές. Λιχουδιές τις είπε, delicacies στα αγγλικά, ακούω εγώ λιχουδιές, λέω ωχ, θα μας βάλει να φάμε έντομα, πώς θα το αποφύγουμε που δεν τους ξέρουμε τους ανθρώπους και πρέπει να είμαστε ευγενικοί να μην τους προσβάλουμε.


Η βόλτα ξεκίνησε με καφέ από τα #starbucks, λέω τέλεια, εκεί ήξερα να πάω κι εγώ, και συνέχισε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς ήπιαμε νερό από ταμάρινδο στον δρόμο, μετά μπουκάραμε σε ένα ψιλικατζίδικο, πολύχρωμο όπως όλο το Μεξικό, όπου αγοράσαμε «λιχουδιές» που αρέσουν στα παιδιά, λέω φτηνά τη γλιτώσαμε, αυτό μάλλον εννοούσε με τις λιχουδιές και όχι τα έντομα που νόμιζα εγώ και καταλήξαμε να τρώμε #churros (έναν μακρόστενο λουκουμά με ζάχαρη) σε ένα πανέμορφο καφέ σαν από αυτά που κυκλοφορούν στο Μεταξουργείο στην Αθήνα.


Μέχρι εδώ καλά. Περάσαμε τη μέρα μας στο κάστρο του #Chapultepec και ετοιμαζόμασταν να κατηφορίσουμε για το Μουσείο Ανθρωπολογίας, όταν έγινε η πρόταση που έμελλε να αλλάξει τη χαρωπή μας διάθεση.


«Τι θα λέγατε για chapulines; Έχετε δοκιμάσει; Εμένα μου αρέσουν πολύ, τις τρώω σαν πατατάκια, τις μασουλάω την ώρα που βλέπω ταινίες, τις βάζω και στη σάλτσα #guacamole, έχουν γεύση κοτόπουλου, είναι must, πολύ ωραίες».


Άκουσα στα αυτιά μου την 5η συμφωνία του Μπετόβεν. Ο σύζυγος τη σιγοψιθύριζε από πίσω μου. Δεν μπορούσαμε να πούμε ψέματα, ότι είμαστε χορτοφάγοι, ότι δεν τρώμε κρέας, ότι νηστεύουμε, κάτι, καθότι πριν από λίγο μας είχαν ρωτήσει, είχαμε ήδη απαντήσει και μας είχαν ανακοινώσει ότι θα μας πήγαιναν για tacos στην πιο διάσημη #taqueria της περιοχής.

Όλος ενθουσιασμό, ο σεφ έβγαλε το πορτοφόλι από την τσέπη του και έδωσε μερικά pesos σε έναν πλανόδιο πωλητή, για να αγοράσει chapulines... Ακρίδες. Τις εκτρέφουν. Τις τηγανίζουν. Τις τρώνε.


Προέταξε το σακουλάκι με τις chapulines όλο καμάρι...


«Θα μας κόψει την όρεξη, καλύτερα όχι».

«Ελάτε τώρα, δυο-τρεις μόνο, θα δείτε, θα σας ανοίξουν την όρεξη».

«Η Κατερίνα χθες κιόλας μου έλεγε ότι θέλει πολύ να δοκιμάσει, ε Κατερίνα; Έτσι δεν μου έλεγες χθες;»


Γυρίζω στον σύζυγο με το δολοφονικό βλέμμα του Χάνιμπαλ Λέκτερ. Τι να πω του Μεξικανού; Ένιωσα όλη μου την ανατροφή στο ορεινό χωριό της κεντρικής Μακεδονίας να περνάει μπροστά από τα μάτια μου, να ρουφάει το αίμα μου και να χτυπάει στις φλέβες μου. Είδα τη γιαγιά μου που αν δεν έτρωγα τις πίτες της στενοχωριόταν, τις θείες της γειτονιάς (όλες θείες τις λέγαμε κι ας μην ήταν θείες) που αν δεν έτρωγα το γλυκό του κουταλιού τους στενοχωριόντουσαν, τη μάνα μου που αν δεν έτρωγα όλο μου το φαγητό νόμιζε πως είμαι άρρωστη και... στενοχωριόταν. Είχα εκπαιδευτεί να τρώω ό,τι μου προσέφεραν, για να μη στενοχωρήσω κανέναν.


Ξεροκατάπια -είχε αδειάσει το στόμα από το σάλιο- και πήρα μία. «Μία ίσον καμία! Πάρε μερικές ακόμα...» Πήρα άλλες δύο να τις κάνω τρεις. Έβαλα μία στο στόμα μου, την κατάπια αμάσητη. Έβαλα και τη δεύτερη, τη μασούλησα, την κατάπια. Όχι, δεν είναι σαν κοτόπουλο, sorry.


«Εεε; Σαν κοτόπουλο δεν είναι;» με ρωτάει ο σεφ.

«Ναι, ναι, σαν κοτόπουλο. Θέλεις μία;» ρωτάω τον σύζυγο.


Ο Σουηδός όμως σύζυγος ξέρει να λέει όχι. Αρνήθηκε ευγενικά.


«Θα τις πάρουμε στο ταξίδι της επιστροφής. Μας αρέσει να μασουλάμε στο αεροπλάνο...»


Κατέληξαν στον κάδο σκουπιδιών.


Το βράδυ που τις πέταξα είδα εφιάλτη με τον συγχωρεμένο τον παππού μου που πέρασε Κατοχή:


«Μεγάλη αμαρτία να πετάς φαγητό, Κατερίνα» κουνούσε το δάχτυλο ο παππούς.

«Ακρίδες ήταν, παππού, όχι φαγητό» απαντούσα εγώ με διεσταλμένες τις κόρες σαν γάτα. «Ναι, αλλά μαγειρεμένες, προορισμένες να καταλήξουν στο στομάχι» επέμενε ο παππούς.


Και τότε, εμφανίστηκαν οι #Beatles με σύννεφα καπνού, τραγουδώντας στον παππού μου το “Let it be”.




Επιμέλεια - διόρθωση κειμένου: Έλενα Στόιου


Διαβάστε την πρώτη εντομοϊστορία εδώ.

64 views0 comments

Recent Posts

See All
bottom of page